- επιρρήσσω
- ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.